Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Ἐς Γαριβάλδην

MISSA BREVIS GARIBALDINA.
 
Di pari, come buoi che vanno a giogo,
m'andava io con quell'anima carca,
                                                              fin che 'l sofferse il dolce pedagogo.

Ἐπίκλησις Ι.
Ἰωσήφ! Στέκομαι σὲ μιὰν θεσπρωτικὴν ἀκτὴν,
ἀτενίζων τὴν Ἰταλίαν.
Βλέπω τὰ λευκὰ βότσαλα κατεσπαρμένα.
Κατεσπαρμένα ὡς ἡ πατρὶς σου πρὸ ἐσοῦ!
Σταυρώνω τὰς χείρας μου ἐπὶ τοῦ στήθους
-προσέχων πάντοτε! ἡ δεξιὰ ἐπὶ τῆς εὐωνύμου-,
Κρατῶ τὸ τίμιον ξῖφος μου ἐκ τῆς λεπίδος.
Κλίνω τὴν κεφαλὴν μου πρὸς τὴν Γῆν.
Οἱ ὀφθαλμοὶ μου ὅμως πρὸς τὸν οὐρανόν.
Ἡ λαβὴ τοῦ τιμίου μου ξίφους πρὸς τὸν οὐρανόν.
Περιμένω τὴν διάρρηξιν τῶν νεφῶν.
Ἀναμένω τὰς τρεῖς ἀκτίνας τοῦ κτιστοῦ ἡλίου.
Προσδοκῶ τὴν εὐλογίαν τοῦ Ἀκτίστου Ἡλίου.
Καρτερῶ τὴν τιμίαν χείρα σου, στρατηγέ!
Νὰ δράξῃ τὸ τίμιον ξῖφος πάλιν.
Ὦ Ἰωσήφ! Ἡ σάλπιγξ; Σιγή.
Ὦ Ἰωσήφ! Ἡ φόρμιγξ; Ἠχεῖ.
Ἠχεῖ νὰ ψάλῃ τὸν ἀχὸν, τὸν ἐκ τῆς ἐνδοχώρας.
Δρίσκους ποτισμένους μὲ αἷμα ποιητῶν.
Ἠχεῖ νὰ ψάλῃ τὸν ἀχὸν, τὸν ἐρχόμενον ἐκ τῆς κατέναντι ἀκτῆς.
Ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦ Νέου Κόσμου.
Τὰ τέκνα σου παντοῦ. Ὦ Πελεκᾶν!

Προσκλητήριον καὶ τρισάγιον.
Περιφέρομαι εἰς τὰς ὁδοὺς τῆς συνοικίας τῶν ἡρώων.
Μελαμβαφὴς ὁ Ἱερὸς Βράχος ἄνωθεν.
Νέφη βαρέα σκοτίζουσι τὰ ἔνδοξα μάρμαρα.
Ἐγὼ τώρα βηματίζω δι᾿ ἑπτὰ ἐσπευσμένων βημάτων.
Ὁδὸς Φράττι. Ὁδὸς Καβαλότι. Ὁδὸς Ῥοβέρτου Γκάλι.
Καλῶ ὡς Ταλθύβιος τὸ ἀθροιστήριον τῶν ὑπερόχων ὀνομάτων.
Καλῶ καὶ τὰς κατέναντι τοῦ Ἰλισσοῦ θείας ψυχάς.
Σὰν διαμάντια λάμπουν στὸ αὐχμηρὸ Δουργούτι.
Ὁδὸς Ῥοζαρόλ. Ὁδὸς Τούρμερ. Ὁδὸς Λερουά.
Ἅγιοι! Διότι ἐμίσησαν τὰς μαλακὰς ἐμβάδας.
Ἅγιοι! Διότι ἀπέστερξαν τὴν μακρὰν καπνοσύριγγα,
ἐνώπιον τῆς ἑστίας.
Ἅγιοι! Διότι ἔκαμον τὸν ταμπάκον καὶ τὴν πυρίτιδα τροφήν.
Τὸ λάβδανον πιοτόν.
Ἵσταμαι μὲ τὸ τίμιον ξῖφος ὑπό τὸν ἐπενδύτην.
Οἱ τύραννοι δὲν ἀγαποῦν τὰ τίμια ξίφη.
Οὔτε τοὺς φέροντας ταῦτα...
Περιφέρομαι καὶ γὼ ὁ πτωχὸς ἐν μέςῳ πόλεως ἀγνώστου.
Βάρβαροι φθόγγοι παντοῦ καὶ βλέμματα μοχθηρά ἀνελευθέρων μετοίκων.
Ζωώδεις ὄψεις ἐθελοδούλων κατοίκων.
Καὶ σὺ στρατηγἐ, μὲ τὸ καλπάκι μάγκικα στὸ πλάι,
Μὲ τὴν ἀμερικάνικη, τρύπι᾿ ἀπ᾿ τὰ βόλια κουβερτούλα σου,
μὲ κοιτάζεις λοξά.

Ἴαμβος.
                                  Io non so ben ridir com'i' v'intrai,
                                  tant'era pien di sonno a quel punto
                                  che la verace via abbandonai.

Ἄμα χτυπήςῃς ἕξ φορές καὶ ἄλλη μιά,
Κι᾿ ὅταν ἀκούςῃς τὸ σίδερο νὰ τρίβεται στὸ ξύλο.
Ἐτοιμάσου!
Θὰ μπῇς σὲ χῶρο πένθους καὶ λύπης βαριᾶς.
Ἐκεῖ θὰ τοὺς βρῇς, ὅλους ξανά,
μπροστὰ στ᾿  ἄδεια δισκοπότηρα.
Νὰ ψάχνουν μ᾿ ἀγωνία τὸ μεγάλο πολεμάρχη.
Μέσα στὰ κόκκινα ντυμένοι.
Κι᾿ αὐτὸς πλανᾶται παντοῦ σὰν ἀετὸς.
Ψάχνει σὰν πελεκᾶνος.
Πικρὴ τροφὴ στὸ στόμα του, τὸ αἷμα του τὸ ἴδιο.
Κι᾿  οἱ νεοσσοί; Λουφάζουν τρομαγμένοι.
Στὸν κουρνιαχτό καὶ στὴν σποδό, ποιὸς ἔρχεται; Ποιὸς κρούει;
Ὁ ζωοδότης πελεκᾶν, ἢ ὁ βαμπῖρος;

Ἐπίκλησις ΙΙ.
Φυςῶ τὰ ζώπυρα ν᾿ ἀνάψω τὴν πυράν.
Καλῶ τοὺς ἀδελφοὺς τῶν δαςῶν νὰ φέρουν ὕλην.
Ἀγροικῶ μὴν ἀκούσω τοὺς ἀκαμάτους πελέκεις.
Μὲ λίθο τίμιον αἱμοβαφῆ ἀπ᾿ τ᾿ Ἀσπρομόντε,
κρούω  σε σήμαντρο ἀπ᾿  τ᾿ Ἅγιον Ὅρος.
Κράζω, Ἐμμανουηηήλ!
Οἱ μὴ καθεύδοντες ἀκόμη περίεργοι, μοῦ κρένουν:
-Δὲν τὸν ξέρουμε τὸν κύριον!
Κι᾿  ὅμως ἐγώ φυςῶ τὰ ζώπυρα ν᾿ ἀνάψω τὴν πυράν.
Κι᾿ ὅλο κοιτάζω δῶθε-κεῖθε.
Μὴν κι᾿ ὁ Κύριος εἶναι μετ᾿ ἐμοῦ...
Φυςῶ τὰ ζώπυρα ν᾿ ἀνάψω τὴν πυράν.
Πυρὰν καθαρτήριον.
Πυρὰν κολασμοῦ.
Πυρὰν ἐξιλασμοῦ.

να τὶ μᾶς ἐγκατέλιπες;  Φωτιά.
   Νεκραναστήσου! Φύσις.
      ίξου καὶ πάλι στὴν ζωή! Ἀναγέννησις.
         ωσήφ Γαριβάλδη σὲ ἐπικαλούμεθα. Συνέχεια.

Παρακλητικὸς καὶ ἰλαστήριος κανών.
 «-Ἀδελφὲ μας Ἰωσήφ.
Σὺ μὲ τὸ ξῖφος σου,
ἐστάθης ὁ μέγιστος ἐχθρὸς
τῆς πιὸ ἐλεεινῆς ἐλευθεριᾶς.
Τῆς λευτεριᾶς ἐκείνων ποὺ μονάχοι των,
χαλκεύουν τῆς δουλείας των τὲς κλάπες.
Τῆς λευτεριᾶς ποὺ ἐκποιεῖται στὲς δύσοσμες τὲς κάλπες.
Κι᾿ ἂν ἔχυσες τὸ αἶμα, ἁμαρτωλὲ καὶ ἅγιε,
πολλῶν ἐθελοδούλων, τὶ ἐζήτουν;
Ἐλευθερίαν νἆναι δοῦλοι!
Ἄτεγκτος ἐσὺ ἐστάθης.
Θραύων ἁλύσσους».

Ἀναπαύου ἐν Κυρίῳ Ἰωςὴφ!
Εἴθε ὁ Ἐμμανουὴλ νὰ σὲ δεχθῇ!
Ἂν δὲν τὸ κάμῃ...
Φύλαξέ μας μιὰν θέσιν.
Στὴν κόλασιν!
Μαζί σου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου